- ευκολο-
- πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ.ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητοςμσν.- νεοελλ.ευκολοπαρηγόρητος, ευκολόπεφτος, ευκολοσάλευτος, ευκολοστάλακτος, ευκολοχώνευτοςνεοελλ.ευκολοάναφτος, ευκολ(ο)άνοιχτος, ευκολόβραστος, ευκολογέλαστος, ευκολογιάτρευτος, ευκολογνώριστος, ευκολογύριστος, ευκολοδάκρυστος, ευκολοδιάβαστος, ευκολοδιέγερτος, ευκολοδιόρθωτος, ευκολοδούλευτος, ευκολοκατόρθωτος, ευκολόκαυστος, ευκολοκίνητος, ευκολοκυρίευτος, ευκολολυγισμένος, ευκολολύγιστος, ευκολομάλαχτος, ευκολομεταχείριστος, ευκολομοίραστος, ευκολοξεδιάλυτος, ευκολοξεχνώ, ευκολοξήγητος, ευκολόπαρτος, ευκολοπάτητος, ευκολοπέραστος, ευκολόπιαστος, ευκολοπίστευτος, ευκολόπιστος, ευκολοπότιστος, ευκολοπρόφερτος, ευκολοπώλητος, ευκολόρριχτος, ευκολόσβηστος, ευκολοσήκωτος, ευκολόσπαστος, ευκολοσύντριφτος, ευκολοτσάκιστος, ευκολοφούσκωτος, ευκολοχάλαστος, ευκολοχώριστος].
Dictionary of Greek. 2013.